-
1 космонавт
космонавт м о αστροναύτης, о κοσμοναύτης· костюм (скафандр) \космонавта η στολή ( το σκάφανδρο) του κοσμοναύτη* * *мο αστροναύτης, ο κοσμοναύτηςкостю́м (скафа́ндр) космона́вта — η στολή (το σκάφανδρο) του κοσμοναύτη
См. также в других словарях:
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
Τερέσκοβα, Βαλεντίνα — (1937). Σοβιετική αστροναύτης, η πρώτη γυναίκα, που ταξίδεψε στο διάστημα (16 19 Ιουνίου 1963). Κατά τη διάρκεια της πτήσης της, η Τ. πραγματοποίησε 48 στροφές γύρω από τον πλανήτη μας. Τον Νοέμβριο του 1963 παντρεύτηκε τον Σοβιετικό κοσμοναύτη… … Dictionary of Greek